κυλλόπους

κυλλόπους
κυλλόπους, -πουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + -πους (< πούς), πρβλ. πλατύ-πους, ωκύ-πους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυλλόπους — club footed masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλόποδας — κυλλόπους club footed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλόποδος — κυλλόπους club footed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”